- Ἀττικιζόντων
- Ἀττικίζωside with the Athenianspres part act masc/neut gen plἈττικίζωside with the Athenianspres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀττικιζόντων — Ἀττικίζω side with the Athenians pres part act masc/neut gen pl Ἀττικίζω side with the Athenians pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίσαλος — κονίσαλος, ὁ (ΑM) σύννεφο σκόνης, στρόβιλος («πνεύσαντος ἀνέμου σφοδροῡ... ὁ κονίσαλος ἐς ουρανὸν αὐτὸν ἦρτο», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. σκόνη αναμιγμένη με το λάδι και τον ιδρώτα τών παλαιστών («ὁ ἱδρὼς τῶν γυμναζομένων, μειχθείς τῷ πάτῳ, συντελεῑ… … Dictionary of Greek